- χρεμετίζω
- χρεμέτισα, για τη φωνή του αλόγου, χλιμιντρίζω, χλιμιντρώ.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χρεμετίζω — neigh pres subj act 1st sg χρεμετίζω neigh pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρεμετίζω — χρεμετίζω, χρεμέτισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
χρεμετίζω — ΝΑ (για άλογα) χλιμιντρίζω αρχ. μτφ. (για άνδρα) εκβάλλω ερωτική κραυγή. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. χρεμετίζω και οι υπόλοιποι συγγενείς τ. θα πρέπει να αναχθούν σε μια ΙΕ ρίζα *ghrem «ηχώ δυνατά, βροντώ, μουγκρίζω, είμαι οργισμένος» πιθ. προϊόν… … Dictionary of Greek
χρεμετίζῃ — χρεμετίζω neigh pres subj mp 2nd sg χρεμετίζω neigh pres ind mp 2nd sg χρεμετίζω neigh pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρεμετίσει — χρεμετίζω neigh aor subj act 3rd sg (epic) χρεμετίζω neigh fut ind mid 2nd sg χρεμετίζω neigh fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρεμετίσῃ — χρεμετίζω neigh aor subj mid 2nd sg χρεμετίζω neigh aor subj act 3rd sg χρεμετίζω neigh fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεχρεμετικότα — χρεμετίζω neigh perf part act neut nom/voc/acc pl χρεμετίζω neigh perf part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρεμετιζόντων — χρεμετίζω neigh pres part act masc/neut gen pl χρεμετίζω neigh pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρεμετισάντων — χρεμετίζω neigh aor part act masc/neut gen pl χρεμετίζω neigh aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρεμετίζει — χρεμετίζω neigh pres ind mp 2nd sg χρεμετίζω neigh pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)